«Αστεία που σκοτώνουν»

Μαρία Μουρτζάκη -Υπεύθυνη Έρευνας και Θεσμικής Πίεσης

Η αίσθηση του χιούμορ είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενική. Συχνά λέμε ότι μπορεί να κλαίμε με τα ίδια πράγματα, αλλά δεν γελάμε με τα ίδια. Το χιούμορ είναι ζωτικό στοιχείο της κοινωνικής μας ζωής που μας φέρνει κοντά. Η αξία και η αναγκαιότητά του δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Ωστόσο, το τι είναι αυτό που μπορεί να μας κάνει να γελάμε συλλογικά και να είναι αποδεκτό ως αστείο είναι πιθανό να απομακρύνει και να αποκλείει μερίδα του πληθυσμού από πτυχές της κοινωνικής ζωής στις οποίες οι «κανονικοί» συμπολίτες μας έχουν πρόσβαση χωρίς εμπόδια. Με άλλα λόγια, αν γελάμε με πράγματα που θα έπρεπε να μας κάνουν να κλαίμε και να θυμώνουμε, όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η ομοφοβία, η χονδροφοβία, η αναπηροφοβία και άλλες αντίστοιχες συμπεριφορές, θα πρέπει να προβληματιστούμε αρκετά.

Η ελληνική κοινωνία και αρκετοί επίσημοι φορείς δείχνουν να σοκάρονται εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο από τα διαρκή περιστατικά βίας που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Οι ταυτότητες των θυμάτων ήταν η αιτία για τα περισσότερα από αυτά. Γυναίκες, ηλικιωμένα άτομα με αναπηρίες, μετανάστες και πρόσφυγες, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας ήταν κάποια από τα πρόσωπα που δέχτηκαν επιθέσεις ή/ και έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας αυτού που είναι. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι η ανοχή απέναντι στη βία θα ήταν μηδενική. Θα περίμενε κανείς ότι δεν θα βλέπαμε στα τηλεοπτικά και διαδικτυακά παράθυρα να παίζουν ταυτόχρονα εικόνες σοκ και καταδίκης της βίας και ακριβώς από δίπλα τα ίδια πρόσωπα να γελούν με «αστεία» που είναι πολύ σοβαρά και ρίχνουν το επίπεδο του δημόσιου λόγου γύρω από τους τρόπους καταπολέμησης της βίας.

Εδώ και ένα χρόνο δεν περνάει εβδομάδα που να μην γίνει γνωστό κάποιο περιστατικό έμφυλης ή ενδοοικογενειακής βίας με θύμα κάποια γυναίκα οποιασδήποτε ηλικίας, καταγωγής, κοινωνικής θέσης κ.λπ. Εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο το αρχικό μούδιασμα ακολουθείται από δεύτερες σκέψεις για το ποια ήταν η στάση των γυναικών αυτών και γιατί το άφησαν να συμβεί, γιατί δεν έφυγαν, γιατί δεν ζήτησαν βοήθεια, γιατί δεν το κατάλαβαν εγκαίρως, γιατί δεν προστάτευσαν τον εαυτό τους αρκετά. Εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο πολλοί και πολλές είπαν ότι όποιος σκοτώνει, βιάζει, απειλεί, δέρνει είναι ψυχοπαθής και ότι φταίνε κι αυτές που δεν καταλαβαίνουν πού μπλέκουν. Εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο, λοιπόν, βλέπουμε σε ζωντανή μετάδοση την υποστήριξη των θυμάτων που σχεδόν πάντα, όμως, αφήνει περιθώρια για την αμφισβήτησή τους.

Για αρκετό κόσμο κάτι με τα θύματα δεν πήγαινε καλά. Ο τρόπος που ντύνονταν, ο τρόπος που μιλούσαν, ο τρόπος που περπατούσαν το βράδυ, οι φωτογραφίες που ανέβαζαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και προβάλλονται χωρίς την άδεια των ανθρώπων που απεικονίζονται δεν αρέσουν στο κοινό, το οποίο αμφισβητεί, χλευάζει, κάνει αστεία και θεωρεί ότι έχει δικαίωμα στις αποφάσεις των άλλων που προσβάλλουν την αισθητική του. Ωστόσο, η αισθητική δεν μπορεί να είναι άσχετη και αποκομμένη από την κοινωνική δικαιοσύνη.

Μάλιστα, η κυρίαρχη αισθητική δεν μπορεί να λειτουργεί ως δικαιολογία για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των άλλων. Οι δημόσιες τοποθετήσεις που αναδεικνύουν το θέμα χλευάζονται γιατί πολλές από τις συμπεριφορές που καταδικάζουν έχουν κατά καιρούς γίνει τραγούδια για πόνο από έρωτα, «αντρίκιες» συμπεριφορές – πρότυπα σε ταινίες και σε βιβλία, «αστεία» που ακούγονται σε παρέες, σε ταινίες, σε εκπομπές στο ραδιόφωνο, σε σειρές που ο κόσμος βλέπει για να ξεχνιέται και να γελά. Κάθε κριτική για περιεχόμενο που συχνά αγγίζει ή είναι ρητορική μίσους και εκφοβισμό κρίνεται ως υπερβολική που περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης.

Οι εκφράσεις και οι συμπεριφορές αυτές δεν μας φαίνονται πλέον αστείες γιατί γεννούν θύτες που δεν είναι σε θέση να διαχωρίσουν το αστείο από το σοβαρό. Η υπεράσπισή τους εσκεμμένα θολώνει το τοπίο, μπερδεύει έννοιες και δεδομένα και προκαλεί θόρυβο που καλύπτει όποια φωνή τολμά να εναντιωθεί. Το επιχείρημα «αν δεν σας αρέσει να μην το βλέπετε» δεν οδηγεί πουθενά. Κανείς δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στην (έμφυλη) βία γιατί είναι παντού. Και κανείς δεν θα έπρεπε να γελάει με αστεία για ατομικά χαρακτηριστικά συμπολιτών μας στο πλαίσιο της σάτιρας που παραδοσιακά θίγει τα κακώς κείμενα γιατί οι κοινωνίες μας έχουν εξελιχθεί. Καλό, ε;