Γυναίκες που ζουν στη σκιά

Πόλυ Τσιγκούνη
Outreach and Content Coordinator
Yorgos Kaplanidis

Με υποδέχτηκαν με χαμόγελα και ζεστασιά. Κάτι που με βοήθησε πολύ από την πρώτη στιγμή, γιατί πρέπει να ομολογήσω ότι πήγα στη συνάντηση αρκετά σφιγμένη. Δεν είχα ξανακάνει αντίστοιχες συνεντεύξεις, δεν ήξερα τι να περιμένω, πώς να ρωτήσω και να μιλήσω για κάποια πράγματα. «Πώς ξεκινήσατε αυτή τη δουλειά;/Γιατί ξεκινήσατε αυτή τη δουλειά;/Ποιες είναι οι συνθήκες;/Ποιες οι δυσκολίες;/Τι εύχεστε για το μέλλον;», ήταν ερωτήσεις που τριγύριζαν στο μυαλό μου και μια τις απέρριπτα, μια τις τροποποιούσα, δεν ήμουν ποτέ, όμως, σίγουρη αν είμαι στον σωστό δρόμο…

Στο Μπανγκλαντές εργάζονται περισσότερες από 100.000 γυναίκες στη βιομηχανία του σεξ. Από αυτές, λιγότερες από το 10% έχουν μπει στο επάγγελμα κατ’ επιλογή. Σύμφωνα με εκθέσεις από πληθώρα ερευνών στη χώρα, οι περισσότερες από τις γυναίκες που εργάζονται στον χώρο αυτό βιώνουν βία από τους συζύγους, τους συντρόφους, τους ιδιοκτήτες των οίκων ανοχής. Επιπλέον, οι γυναίκες αυτές αντιμετωπίζουν αποκλεισμό από την πρόσβαση στη δικαιοσύνη ή στις υπηρεσίες προστασίας του πολίτη. Θεωρούνται, βλέπεις, κατώτερης κατηγορίας πολίτες, με περιορισμένα ή και ανύπαρκτα δικαιώματα, εφόσον έχουν «επιλέξει» αυτή τη δουλειά.

Η ActionAid έχει δημιουργήσει δύο δίκτυα για την προστασία και στήριξη των γυναικών στο Μπανγκλαντές: το ένα αφορά την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και το άλλο είναι το δίκτυο των σεξεργατριών, μια πλατφόρμα που απαρτίζεται από 29 οργανώσεις σεξεργατριών από όλη τη χώρα. Μέσα από τις δράσεις των δικτύων, οι γυναίκες ενημερώνονται για τα δικαιώματά τους, υποστηρίζονται ώστε να τα διεκδικούν, ενώ ασκείται πίεση και έλεγχος στους φορείς για να αντιμετωπίζονται τα περιστατικά αποκλεισμού και περιθωριοποίησης των γυναικών και να τιμωρούνται οι δράστες περιστατικών βίας.

Ban
© Yorgos Kaplanidis

Στην περιοχή Rangpur που επισκέφτηκα, 110 γυναίκες είναι μέλη του δικτύου σεξεργατριών. Συναντηθήκαμε με 10 από αυτές σε έναν μικρό χώρο του σωματείου. Ένα δωμάτιο που λειτουργεί ως γραφείο αλλά και ως ένας ασφαλής χώρος να ξεκουραστούν και να πλυθούν, αφού οι περισσότερες μπορεί να δουλεύουν σε πάρκα ή σε σταθμούς. Τις κοιτάζω ντυμένες με τα ζωηρά παραδοσιακά τους ρούχα, με χρώματα και χαμόγελα και προσπαθώ να εντοπίσω επάνω τους κάτι που θα τις ξεχώριζε, που θα πρόδιδε τη σκιώδη ζωή τους, την οποία προσπαθούν να κρατήσουν κρυφή από τα παιδιά τους και από την κοινότητά τους. Τίποτα δεν μου μαρτυρά την αγωνία και τον πόνο τους.  

«Φτάνεις σε ένα έσχατο σημείο στη ζωή σου, που δεν έχεις κανένα μέσο για να εξασφαλίσεις το φαγητό για σένα και για τα παιδιά σου - διαφορετικά δεν θα έμπαινες ποτέ σε αυτή τη δουλειά», είναι τα λόγια της Muruna, μητέρας τριών παιδιών, που αποδίδουν την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται αυτές οι γυναίκες, στην έσχατη ανάγκη. Και είναι αυτή η ανάγκη που τις κάνει ακόμα πιο ευάλωτες στις πιέσεις, στην εκμετάλλευση και στη βία. Οι περισσότερες βρίσκουν έναν άνδρα που τις προστατεύει, παρουσιάζεται στην κοινωνία ως σύντροφός τους και τους εξασφαλίζει πελάτες. Αυτός, ο bundu ή babu όπως τον αποκαλούν, μπορεί να εισπράξει 1.000 τάκα για κάθε πελάτη και οι γυναίκες παίρνουν περίπου τα 200 (1,70 ευρώ). Η περίοδος της πανδημίας έκανε ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα. Μια από τις γυναίκες, μάς λέει χαρακτηριστικά ότι «πήγε» και για 50 τάκα (0,4 ευρώ) κάποια στιγμή, αφού το παιδί της ήταν νηστικό για τρεις ημέρες.   

Τα παιδιά είναι η μόνιμη αγωνία αυτών των γυναικών, όπως και κάθε μάνας. Η εξασφάλιση του φαγητού τους είναι ίσως η πρώτη πίεση για να μπουν στη δουλειά, η προσπάθεια να τους την κρύψουν στη συνέχεια, η έννοια τους να μην ακολουθήσουν κι εκείνα αυτόν τον δρόμο. Στα λόγια της Minara, όλες λυγίζουν και ξεσπούν, ίσως γιατί ακούν κι ένα κομμάτι της δικής τους ιστορίας… Δούλευε ως οικιακή βοηθός και την κακοποιούσε σεξουαλικά ο εργοδότης της. Μια γυναίκα την πλησίασε εκείνη την περίοδο και της πρότεινε να μπει στη δουλειά, εφόσον ούτως ή άλλως υφίστατο κακοποίηση -τουλάχιστον έτσι θα έβγαζε λεφτά και θα στήριζε τα παιδιά της. Κατά καιρούς έχει δεχτεί επιθέσεις κι έχει πέσει θύμα ληστείας. Όσες φορές πήγε στις αρχές, την έδιωξαν, καθώς δεν είχε δικαίωμα να διαμαρτύρεται, αφού ήταν μπλεγμένη σε αυτή τη δουλειά. Στην πορεία, έκανε ένα παιδί ακόμα με τον “babu” της. Τα μεγαλύτερα παιδιά της έμαθαν για τη δουλειά της και την εγκατέλειψαν - ο γιος της διαδίδει ότι η μητέρα του έχει πεθάνει. Την κόρη της την πάντρεψε ανήλικη ακόμα, για να μην ακολουθήσει τα χνάρια της. Τελειώνει την ιστορία της ξεσπώντας σε κλάματα. Ένας κόμπος σα να λύνεται ξαφνικά - την ώρα που τα χέρια όλης της ομάδας δένονται μεταξύ τους - κλαίμε όλες.

Η Alwa, είναι η ψυχή της ομάδας και παίρνει τον λόγο με δάκρυα στα μάτια και δύναμη στη φωνή. Γνώρισε η ίδια το πρόσωπο της βίας με τον πιο σκληρό τρόπο, που στοίχισε τη ζωή στο βρέφος της και από τότε αποφάσισε να στηρίζει τις άλλες γυναίκες με κάθε τρόπο. Στην ουσία είναι ο φύλακας άγγελός τους, τόσο των ίδιων των γυναικών, όσο και των παιδιών τους. Τα παιδιά βιώνουν αποκλεισμό από την εκπαίδευση, εξαιτίας της δεινής οικονομικής κατάστασης της οικογένειας κι επειδή η εκπαιδευτική κοινότητα δεν είναι πρόθυμη να τα δεχτεί εξαιτίας της δουλειάς των μανάδων τους - μολονότι τα περισσότερα μπορεί να μη γνωρίζουν για αυτή τη δουλειά. Έτσι, καταδικάζεται από πολύ νωρίς το μέλλον τους, ενώ τα κορίτσια κινδυνεύουν να ακολουθήσουν τη δουλειά των μανάδων τους.

Η Alwa φροντίζει να μαζεύει τα παιδιά που είναι στον δρόμο και να ασκεί πίεση στα σχολεία ώστε να τα δέχονται πίσω. Σε αυτό το έργο δεν είναι μόνη. Μέσα από ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από την ActionAid Ελλάδας, τρέχουν εκστρατείες ενημέρωσης κι εκπαίδευσης των δασκάλων, αλλά και άσκηση θεσμικής πίεσης για την ισότιμη αντιμετώπιση και την προστασία των παιδιών αυτών. Στον ένα χρόνο που τρέχει το πρόγραμμα, 70 παιδιά από δυο περιοχές έχουν επιστρέψει στο σχολείο, ενώ οι δάσκαλοι αντιμετωπίζουν διαφορετικά πια τους συγκεκριμένους μαθητές. Προσπαθούν να τους στηρίξουν, τους κάνουν μέχρι και εθελοντικά δωρεάν ενισχυτικά μαθήματα, παρακολουθούν την πρόοδό τους και την τακτική τους προσέλευση στο σχολείο. Ακόμα, στο πλαίσιο του προγράμματος, οι γυναίκες θα παρακολουθήσουν σεμινάρια επαγγελματικής κατάρτισης για να βρουν εναλλακτικές μορφές εισοδήματος.

Μια ελπίδα αναδύεται μέσα από την κουβέντα, μια χαραμάδα φωτός ανάμεσα στις σκιές. Η ελπίδα αυτή ενισχύεται, όταν γνωρίζουμε και τα παιδιά που συμμετέχουν στο πρόγραμμα. Είναι ενθουσιασμένα που επέστρεψαν στο σχολείο, λαχταρούν να σπουδάσουν, κάνουν όνειρα. Η Ivi δούλευε σε εργοστάσιο ρούχων, όπου τα παιδιά υφίσταντο κακομεταχείριση. Εκεί γνώρισε την Alwa, που την έφερε πίσω στο σχολείο μέσω του προγράμματος. Θέλει να γίνει γιατρός και παράλληλα να μπορεί να βοηθά κι εκείνη άλλα παιδιά να τελειώσουν το σχολείο. Να βοηθά ανθρώπους που έχουν ανάγκη να έχουν σωστή φροντίδα και περίθαλψη.    

Bangladesh
© Yorgos Kaplanidis