
- Οι περικοπές σε προϋπολογισμούς κρατών αφήνουν τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα απλήρωτους, εξουθενωμένους και σε απόγνωση
- Οι εκπαιδευτικοί σε όλη την Αφρική καταρρέουν υπό το βάρος σκληρών μέτρων λιτότητας, χάνοντας έως και το 50% του εισοδήματός τους μέσα σε πέντε χρόνια
- Το 97% των επαγγελματιών υγείας δηλώνει ότι ο μισθός του δεν καλύπτει βασικά έξοδα όπως τρόφιμα, ρεύμα και ενοίκιο
- Το 87% των εκπαιδευτικών αναφέρει ελλείψεις βασικών υλικών στην τάξη, ενώ το 73% πληρώνει εξοπλισμό από την τσέπη του
Μια νέα μελέτη της ActionAid αποκαλύπτει ότι οι βαθιές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες για την υγεία και την εκπαίδευση σε έξι αφρικανικές χώρες έχουν οδηγήσει τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες στα όρια της επιβίωσης, ενώ παράλληλα προκαλούν υπερπληθυσμό στις σχολικές αίθουσες και κατάρρευση των συστημάτων υγείας.
Η έκθεση με τίτλο «Το Ανθρώπινο Κόστος των Περικοπών στον Δημόσιο Τομέα στην Αφρική», που δημοσιεύεται σήμερα, βασίζεται σε έρευνα με πάνω από 600 επαγγελματίες υγείας, εκπαιδευτικούς και μέλη κοινοτήτων στην Αιθιοπία, την Γκάνα, την Κένυα, τη Λιβερία, το Μαλάουι και τη Νιγηρία. Αναδεικνύει τη μείωση των αποδοχών των εκπαιδευτικών (10%–50%) και το γεγονός ότι το 97% των επαγγελματιών υγείας δεν έχει επαρκές εισόδημα για να καλύψει βασικές ανάγκες.
Η μελέτη σκιαγραφεί μια ζοφερή εικόνα για τα δημόσια συστήματα, ιδίως για τις γυναίκες και τα κορίτσια. Η ανεπαρκής κρατική χρηματοδότηση οδηγεί εργαζόμενους/ες σε εξάντληση και κοινότητες χωρίς πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες.
Η ActionAid επιρρίπτει ευθύνες στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για τις πολιτικές του που ενθαρρύνουν τις κυβερνήσεις να μειώσουν τις δαπάνες για την κάλυψη εξωτερικού χρέους. Με την κρίση χρέους στον Παγκόσμιο Νότο να επιδεινώνεται, πάνω από τα τρία τέταρτα των φτωχότερων χωρών δαπανούν περισσότερα για την αποπληρωμή χρέους παρά για την υγεία.
Ο Andrew Mamedu, Διευθυντής της ActionAid Νιγηρίας, δήλωσε:
«Η κρίση χρέους και η επιμονή του ΔΝΤ σε περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες έχουν παρεμποδίσει σοβαρά τις επενδύσεις στην υγεία και την εκπαίδευση. Για παράδειγμα, το 2024 η Νιγηρία διέθεσε μόλις το 4% των δημοσίων εσόδων στην υγεία, ενώ το 20,1% πήγε στην αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους. Αυτό δεν είναι απλώς παράλογο — είναι μη βιώσιμο. Η αλλαγή είναι επιτακτική. Οι κυβερνήσεις πρέπει να περάσουν από πολιτικές λιτότητας σε πολιτικές που δίνουν προτεραιότητα στα ανθρώπινα δικαιώματα. Από αυτές εξαρτώνται εκατομμύρια ζωές».
Η έρευνα αναδεικνύει σοβαρές ελλείψεις στα δημόσια συστήματα υγείας: έλλειψη προσωπικού, αύξηση κόστους και κακές υποδομές. Οι γυναίκες πλήττονται δυσανάλογα. Όπως αναφέρει η Mαρία*, επαγγελματίας υγείας από την Κένυα:
«Τον τελευταίο μήνα, τέσσερις γυναίκες γέννησαν στο σπίτι επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν νοσοκομειακά έξοδα. Η κοινότητα αναγκάζεται να στραφεί σε ιδιωτικά νοσοκομεία για εμβόλια. Οι υπηρεσίες για εγκύους και θηλάζουσες είναι ελάχιστες και οι γυναίκες πρέπει να ταξιδέψουν έως τη Μομπάσα, κάτι ιδιαίτερα δαπανηρό».
Στην Αιθιοπία, η Marym*, μέλος κοινότητας, εξηγεί: «Η ελονοσία έχει γίνει επιδημία. Πριν 5 χρόνια το φάρμακο κόστιζε 50 μπιρ (0,4 δολάρια), τώρα πάνω από 500 μπιρ (4 δολάρια) στα ιδιωτικά νοσοκομεία».
Αντίστοιχα, η Rose* από την Κένυα αναφέρει: «Για εξετάσεις μάς παραπέμπουν 40 χλμ. μακριά. Το κόστος για μια ιατρική επίσκεψη έχει διπλασιαστεί στο κεντρικό νοσοκομείο, καθιστώντας την πρόσβαση σχεδόν αδύνατη».
Η κατάσταση στην εκπαίδευση είναι εξίσου ανησυχητική: δραστικές περικοπές, ελλείψεις σε υλικά, υπερπλήρεις τάξεις. Το 87% των εκπαιδευτικών δεν έχει βασικά υλικά και το 73% τα πληρώνει μόνο του. Οι μισθοί έχουν μειωθεί — το 84% δήλωσε απώλειες 10% έως 50% σε πραγματικό εισόδημα.
Η Maluwa*, δασκάλα δημοτικού στο Μαλάουι, είπε: «Πιστεύω ότι πλέον η διδασκαλία είναι το επάγγελμα που εκτιμάται λιγότερο απ’ όλα. Έχω πάνω από 200 μαθητές/ιες στην τάξη και χωρίς τα κατάλληλα υλικά η παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης είναι αδύνατη. Δεν μπορώ να υποστηρίξω τα παιδιά που δυσκολεύονται».
Στη Λιβερία, ο δάσκαλος Kasor λέει: «Δεν μας παρέχουν διδακτικά βοηθήματα ή βιβλία. Νιώθω απογοητευμένος και εξουθενωμένος. Χρειαζόμαστε καλύτερες υποδομές και πόρους».
Σε προσωπικό επίπεδο, προσθέτει: «Δυσκολεύομαι να εξασφαλίσω φαγητό για την οικογένειά μου».
Η μελέτη δείχνει ότι οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών είναι πολυεπίπεδες και εκτεταμένες: οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες έχουν φτάσει στα όριά τους και τα θεμελιώδη δικαιώματα των κοινοτήτων καταπατώνται.
Η Roos Saalbrink, υπεύθυνη για την Οικονομική Δικαιοσύνη στην ActionAid International, ανέφερε: «Η κρίση χρέους και η λιτότητα πλήττουν πιο σκληρά τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου λόγω ενός άδικου παγκόσμιου οικονομικού συστήματος που διατηρείται από παρωχημένους θεσμούς όπως το ΔΝΤ. Το βάρος πέφτει στους πιο περιθωριοποιημένους και περιθωριοποιημένες — και αυτό πρέπει να σταματήσει». Προσθέτει: «Είναι κρίσιμο οι κυβερνήσεις να συμφωνήσουν σε νέους διεθνείς κανόνες για τη διακυβέρνηση της παγκόσμιας οικονομίας, μεταφέροντας τη λήψη αποφάσεων από το ΔΝΤ σε δημοκρατικούς θεσμούς όπως ο ΟΗΕ, ώστε να οικοδομηθεί ένα δίκαιο και χωρίς αποκλεισμούς σύστημα για όλους και όλες».
Η ActionAid καλεί τα υπουργεία Παιδείας και Υγείας να συνεργαστούν με τα υπουργεία Οικονομικών ώστε να διασφαλίσουν επαρκείς πόρους, δίκαιες απολαβές για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες και καλύτερες υποδομές.
Επιπλέον, ζητεί να διερευνηθούν δίκαιοι τρόποι αύξησης των δημόσιων εσόδων — όπως η προοδευτική φορολόγηση — αντί της επιβολής περικοπών σε βασικές δημόσιες υπηρεσίες.
Πληροφορίες για Συντάκτες:
Η πλήρης έκθεση είναι διαθέσιμη εδώ.
Διαθέτουμε εκπροσώπους στις κοινότητες που συμμετείχαν στην έρευνα για συνεντεύξεις ή/και δηλώσεις.
*Τα ονόματα έχουν αλλάξει για λόγους προστασίας της ταυτότητας των ερωτώμενων.
Μεθοδολογία έρευνας:
Η παρούσα μελέτη βασίζεται στις απόψεις 616 επαγγελματιών δημόσιας υγείας, εκπαιδευτικών και μελών της κοινότητας. Η έρευνα χρησιμοποίησε τόσο ποσοτικές, όσο και ποιοτικές μεθόδους συλλογής δεδομένων. Επιλέχθηκαν τυχαία δύο τοποθεσίες σε κάθε χώρα, μία αγροτική και μία αστική, με τη χρήση μιας σκόπιμης δειγματοληπτικής προσέγγισης για τη διασφάλιση της ποικιλομορφίας και τη διατήρηση της αντικειμενικότητας.
Τουλάχιστον το 70% των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα ήταν γυναίκες, γεγονός που αντανακλά τη σημαντική παρουσία τους σε ρόλους πρώτης γραμμής στον δημόσιο τομέα. Επιπλέον, το γεγονός ότι το 50% έως 70% των μελών της κοινότητας ήταν γυναίκες καταδεικνύει ότι οι περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες επηρεάζουν δυσανάλογα τις γυναίκες, όσον αφορά τις αυξημένες υποχρεώσεις μη αμειβόμενης φροντίδας και οικιακής εργασίας.