Πριν λίγο καιρό και ενώ ήμουν στη Μυτιλήνη βρέθηκα σχεδόν τυχαία να παρακολουθώ μια συζήτηση μεταξύ ενός πρόσφυγα και του υπεύθυνου ενός κέντρου φιλοξενίας στο νησί. Ο πρόσφυγας ένας άνδρας γύρω στα τριάντα, με πράσινα φωτεινά μάτια ξεκίνησε με ένα διστακτικό χαμόγελο στο πρόσωπό του να λέει ότι ήρθε να ζητήσει κάτι επειδή ο ίδιος ο υπεύθυνος (και προς τιμή του) τους έχει πει πως οτιδήποτε θέλουν να πηγαίνουν στο γραφείο του να το συζητάνε.
Συνέχισε λέγοντας ότι βρίσκεται εκεί με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά και θέλει να ζητήσει την άδεια να πάρει ένα σκυλάκι από τα δεκάδες που κυκλοφορούν στο νησί, για να κάνει παρέα στα παιδιά και να ξεχνούν ότι βρίσκονται σε ένα camp προσφύγων.
Όση ώρα η διερμηνέας μετέφραζε ο άνδρας κοιτούσε δεξιά και αριστερά με το χαμόγελο αμηχανίας να παραμένει στο πρόσωπό του. Και όση ώρα ο υπεύθυνος του εξηγούσε τους λόγους που δεν μπορούσε να έχει το σκυλάκι μέσα στο camp εγώ σκεφτόμουν ότι πίσω στη χώρα του, στη γειτονιά του, στο σπίτι του θα ήταν εκείνος και η γυναίκα του αυτοί που θα αποφάσιζαν αν θα υιοθετήσουν ένα σκυλάκι ή όχι. Εύκολα και απλά (υποθέτω).
Από τον Μάιο μέχρι σήμερα έχω επισκεφθεί προσφυγικούς καταυλισμούς σε Λέσβο και Αττική αρκετές φορές. Για τις εκθέσεις της ActionAid «Ευρώπη Μη Μας Απογοητεύεις» και «Ζώντας χωριστά: Οι προκλήσεις των προγραμμάτων οικογενειακής επανένωσης και μετεγκατάστασης για τους πρόσφυγες που φτάνουν στην Ελλάδα», μίλησα με δεκάδες ανθρώπους από τη Συρία, το Καμερούν, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Κονγκό.
Τον Μάιο οι περισσότεροι απ’ όσους μίλησα είχαν ακόμα την ελπίδα ότι τα σύνορα θα ανοίξουν ξανά και θα καταφέρουν να φτάσουν εκεί που ήθελαν. Θυμάμαι τη Σαμίρα να με ρωτάει αν πιστεύω ότι είναι επικίνδυνο να φύγει με τα πόδια μαζί με την κόρη της για να φτάσει στον αδερφό της στην Αυστρία. Της απάντησα ότι φυσικά και είναι επικίνδυνο και να μην το επιχειρήσει για να πάρω την αποστομωτική της απάντηση: «ναι αλλά αν τα κατάφερα με τα πόδια από το Ιράν μέχρι την Τουρκία, θα τα καταφέρω και στην Ευρώπη».
Τον Σεπτέμβριο πολλοί από τους πρόσφυγες μετρούσαν ήδη στην Ελλάδα εφτά και οκτώ μήνες. Είχαν κουραστεί να περιμένουν το «πράσινο φως» για να συνεχίσουν το ταξίδι τους αλλά ακόμα ήλπιζαν ότι σύντομα θα βρεθούν στο μέρος που θέλουν, μαζί με τους δικούς τους ανθρώπους. H Ιntissar από τη Συρία και καταγωγή από την Παλαιστίνη, αφού τελειώσαμε τη συνέντευξη μου είπε: «όταν θα φτάσω στη Γερμανία, θα κάνω ένα μεγάλο τραπέζι με παλαιστινιακά φαγητά, όπως παλιά και είσαι καλεσμένη».
Όλους αυτούς τους μήνες αναμονής, πρόσφυγες και μετανάστες που έχουν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα προσπαθούν να φτιάξουν μια καθημερινότητα που θα θυμίζει κάτι από τη ζωή που άφησαν πίσω. Μέχρι να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό, αυτό που θέλουν είναι δείγματα μιας κανονικής ζωής, όπως η παρέα ενός σκύλου ή ένα μεγάλο τραπέζι «με παλαιστινιακά φαγητά, όπως παλιά». Θέλουν να μην νιώθουν μόνο πρόσφυγες.
Από την πλευρά της η ActionAid προσανατολίζεται ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. Μέσω δραστηριοτήτων, όπως τα μαθήματα ελληνικών και αγγλικών ή το ανέβασμα ενός θεατρικού έργου γραμμένο από τους ίδιους τους πρόσφυγες, προσπαθεί να συμβάλλει στην αλλαγή της ζωής τους προς το καλύτερο και προς την ομαλή ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία. Η Sihaam από τη Συρία, την οποία γνώρισα τον Νοέμβριο το εξήγησε όσο πιο απλά γίνεται: «Μέσα από αυτές τις δραστηριότητες νιώθουμε ότι έχουμε αξία. Δεν είμαστε μόνο πρόσφυγες. Είμαστε άνθρωποι».
*H ActionAid Ελλάς βρίσκεται στις προσφυγικές δομές του Σχιστού και του Σκαραμαγκά παρέχοντας ψυχοκοινωνική στήριξη και πραγματοποιώντας δραστηριότητες που στοχεύουν στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων των προσφύγων. Από τον Σεπτέμβριο του 2015 μέχρι και τον Νοέμβριο του 2016 12.778 γυναίκες επισκέφθηκαν τα Κέντρα Ημέρας μας στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Λέσβου και της Αττικής και 82.000 πρόσφυγες έλαβαν πληροφόρηση στη γλώσσα τους από τους διερμηνείς και τους πολιτισμικούς διαμεσολαβητές μας. Η ΑctionAid από το 2013, έχει υποστηρίξει περισσότερους από 90.000 πρόσφυγες στον Λίβανο και στην Ιορδανία.
Φωτογραφίες: Rene Kotoula/ ActionAid