H Ανάδοχος Παιδιού και εθελόντρια στο ταξίδι αλληλεγγύης της ActionAid στην Ουγκάντα, Πόλλυ Τσιγκούνη, επιστρέφει ξαφνικά στο χωριό Γκάλαγκάλα, όπου βοήθησε με άλλους 38 εθελοντές στην κατασκευή 3 αιθουσών ενός σχολείου.
Τι ήταν αυτό που σε γύρισε πίσω έτσι ξαφνικά;
Μήπως ήταν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών που έπαιζαν σε μια παιδική χαρά θωρακισμένη με τις προδιαγραφές ασφαλείας;
Μήπως ήταν ο ήχος της μπάλας που έβρισκε το στόχο στο καλάθι σε ένα στεγασμένο σχολικό γήπεδο;
Ήταν οι γαργαλιστικές μυρωδιές από ψησταριές και κουζίνες νοικοκυριών με κεραμικές εστίες;
Η πυρακτωμένη άσφαλτος που σε προφυλάσσει από ανεπιθύμητους εγκλωβισμούς στη λάσπη και που οι μόνες εκπλήξεις που σου επιφυλάσσει είναι οι καθημερινοί διαπληκτισμοί στο δρόμο για το γραφείο;
Οι φωταγωγημένοι δημόσιοι δρόμοι που σου φωτίζουν το τσιμέντο και σου κρύβουν τα αστέρια προσελκύοντας μικρά σμήνη εντόμων που βρέθηκαν παραπλανημένα από το αφύσικο φως μακριά από τον αγρό;
Κάπως έτσι παραπλανημένος νιώθεις ξαφνικά κι εσύ, που τόσα χρόνια κυνηγούσες ζαλισμένος ένα φως που δεν ήταν ο ήλιος. Και μεμιάς το «γύρισα πίσω» σου φαντάζει παράδοξο. Γιατί συνήθως γυρίζουμε πίσω στον τόπο μας, αλλά αυτός ο τόπος που τώρα σε περιβάλλει μοιάζει ξένος.
Γιατί σου φαίνεται τόσο φυσικό πια να σκάβεις κάτω από τον ήλιο, να κουβαλάς χιλιόμετρα το νερό σου, να δροσίζεσαι κάτω από τον κλιματισμό της καλαμιάς, να λικνίζεσαι σε πρωτόγνωρους ρυθμούς αδιαφορώντας για το αισθητικό αποτέλεσμα, να αγκαλιάζεις αγνώστους με τη θέρμη που αγκαλιάζεις χρόνια αγαπημένους, να δοκιμάζεις γεύσεις που μέχρι και αποτροπιασμό θα σου προκαλούσαν άλλοτε (ναι, για τα μυρμήγκια λέω!), να αποφορτίζεσαι σε ένα χαμόγελο ανακατεμένο με χώμα και ιδρώτα, να αγαπάς, να αγαπάς, να αγαπάς ανεπιτήδευτα….
Κι έτσι διαπιστώνεις ότι το φυσικό και το οικείο δεν έχει σχέση με τη διάρκεια και τη συνήθεια, αλλά με το πόσο μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας εμπλέκουμε κάθε φορά σε αυτό που κάνουμε. Κι εσύ έχεις αφήσει έναν ολόκληρο άλλο εαυτό «εκεί πίσω». Είναι κρυμμένος κάτω από ένα τούβλο, πιάστηκε στα κλαδιά ενός δέντρου, χαράχτηκε με κιμωλία στον υπαίθριο πίνακα, άφησε τα αποτυπώματά του σε μια χειραψία, στέγνωσε τον ιδρώτα του στην μπλούζα μιας άλλης αγκαλιάς, μοιράστηκε μια ευχή κάτω από το ίδιο αστέρι…
Γι’ αυτό είναι που νιώθεις εξόριστος πια στον τόπο σου. Γιατί κάπου αλλού βρίσκεται «του εξόριστου του ονείρου σου η πατρίδα». Ξέρεις πως πλέον θα πρέπει να παλεύεις να ανταμώσουν αυτοί οι δυο τόποι. Κι ας υπερισχύει πολλές φορές ο πρώτος λόγω συνήθειας ή λόγω παλαιότητας. Κι ας σε στροβιλίζει στη δίνη της η καθημερινότητα κι ας σε τυφλώνει με τους προβολείς της κάνοντάς σε να ξεχνάς το φως το φυσικό. Αρκεί να κλείσεις τα μάτια, να δεις μέσα σου και να αφεθείς να σε ταξιδέψει στον τόπο του ο άλλος σου εαυτός. Κι έτσι ξαφνικά θα γυρίζεις πάντα πίσω….